σκαμπαβία

σκαμπαβία
η
(λ. ιταλ.), είδος πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαμπαβία — η, Ν ναυτ. μικρή άκατος ή λέμβος χρησιμοποιούμενη για βοηθητικές εργασίες σε πλοία ή σε λιμάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappavia] …   Dictionary of Greek

  • εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”